- ἐγγύτης
- ἐγγύτηςnearnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγγύτησι — ἐγγύτης nearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητα — ἐγγύτης nearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητες — ἐγγύτης nearness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητι — ἐγγύτης nearness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητος — ἐγγύτης nearness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИКОФРОН — ЛИКОФРОН (Λυκόφρων) (1 я пол. 4 в. до н. э.), греческий софист; предположение, что Л. был учеником Горгия, основывается на том, что цитаты из его сочинений Аристотель приводит наряду с примерами из Горгия и его ученика Алкидаманта как примеры … Античная философия
εγγύτητα — η (AM ἐγγύτης) το να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι άλλο (αρχ. μσν.) ομοιότητα, συγγένεια … Dictionary of Greek